- σχιζόπτερος
- σχιζόπτεροςwith clovenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχιζόπτερος — ον, Α (για πτηνά) αυτός που έχει τα φτερά του χωρισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + πτερος (< πτερόν), πρβλ. τανύ πτερος] … Dictionary of Greek
σχιζόπτερον — σχιζόπτερος with cloven masc/fem acc sg σχιζόπτερος with cloven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζοπτέρου — σχιζόπτερος with cloven masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζοπτέρων — σχιζόπτερος with cloven masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζοπτέρῳ — σχιζόπτερος with cloven masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιζόπτερα — σχιζόπτερος with cloven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
σχιστός — ή, ό / σχιστός, ή, όν, ΝΑ, και σκιστός, ή, ό, Ν [σχίζω] 1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο) 2 … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek